πισμός
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὁ, (πιπίσκω) ποτισμός, Hsch. πίσορ, Lacon. for πίθος, Id.
German (Pape)
[Seite 619] ὁ, = ποτισμός, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πισμός: ὁ, (πιπίσκω), = ποτισμός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πισμός˙ πιστήρ. ποτίστρα. ληνός».
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ποτισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενώς σχηματισμένος τ. < θ. πι- του πίνω, με δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. πίσα, πίστρα, πιστός (ΙΙ)] + κατάλ. -μός].