Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρωτάκουστος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (με θετική σημ.) αυτός που για πρώτη φορά ακούγεται ή αυτός που ακούστηκε μόλις πριν από λίγο («με μιας τραγούδι ουράνιο πρωτάκουστο, δροσάτο / το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά», Βαλαωρ.)
2. (κατ' επέκτ.) πρωτοφανής, εκπληκτικός, ασυνήθιστος
3. (με αρνητική σημ.) απίστευτος, τεράστιος, τρομερός («κι έστρωσ' η Χαρόντισσα / πρωτάκουστο τραπέζι», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἀκουστός (< ακούω). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σ. Α. Κουμανούδη].