ῥάδαμνος
German (Pape)
[Seite 830] ὁ, junger Zweig, Trieb, Schoß, Reiß, Gerte, Sp., wie Nic. Ther. 92; LXX. u. VLL., Suid. erkl. ὁ τοῖς φύλλοις κομῶν ἀκρέμων τοῦ δένδρου καὶ σκιὰν ἐκτελῶν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάδαμνος: ὁ, ἴδε ὀρόδαμνος. - Καθ’ Ἡσύχ.: ῥάδαμνος· βλαστὸς ἁπαλός, κλάδος, ἄνθος, ὅρπαξ καὶ τὰ τοιαῦτα».
Greek Monolingual
και ῥάδαμος και ῥόδαμνος, ὁ, Α
απαλός μικρός βλαστός, μικρό κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥᾰδ-αμνος / ῥόδ-αμνος (πρβλ. ὀρόδαμνος) με βραχύ φωνηεντισμό ᾰ/ο και επίθημα -(α)μνος (πρβλ. σφένδαμνος, ῥάμνος, θάμνος) και ο τ. ῥᾱδιξ, -ῖκος (πρβλ. λατ. radix «ρίζα» και ραδίκι) με μακρό φωνηεντισμό ᾱ και επίθημα -ιξ, -ικος (πρβλ. σπάδ-ιξ, σκάνδ-ιξ) ανάγονται στην ΙΕ ρίζα wrā-d- / wrә2-d- «βλαστός, βέργα, ρίζα». Στην ίδια ρίζα ανάγεται πιθανότατα και η λ. ῥίζα. Η άποψη, τέλος, ότι οι τ. είναι μεσογειακής προέλευσης δεν φαίνεται πιθανή].