σαρωνίς
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A an old hollow oak, Call.Jov.22, Poet. ap. Parth.11.4, Eleg.Alex.Adesp.1.10; Hsch. cites also σορωνίς· ἐλάτη παλαιά.
German (Pape)
[Seite 864] ίδος, ἡ, alte hohle od. faule Eiche; Callim. Iov. 22; Parthen. 11; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰρωνίς: -ίδος, ἡ, παλαιὰ δρῦς ἔσωθεν κοίλη, Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «ἐλάτη παλαιά».
Greek Monolingual
και σορωνίς, -ίδος, ἡ, Α
1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «σαρῶνες
τὰ τῶν θηρατῶν λινά» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του σαρδόνες «σχοινί κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (πρβλ. σάρων)].