σκουπίζω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

Ν σκούπα
1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή»)
2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β. «σκουπίζω τα μαχαιροπίρουνα»)
3. αφαιρώ την υγρασία ή τον ιδρώτα από το σώμα ή από μέρος του σώματος (α. «σκούπισε καλά την πλάτη σου» β. «θα σκουπίσω το παιδί και θα το κοιμήσω»)
4. καθαρίζω τη σκόνη από μια επιφάνεια με τη βοήθεια ξεσκονόπανου, ξεσκονίζω
5. φρ. «σκουπίζω τη μύτη μου» — καθαρίζω τη μύτη μου με μαντίλι.