σταδιοδρομώ
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
σταδιοδρομῶ, -έω, ΝΜΑ, και σταδιοδρομώ Α σταδιοδρόμος
νεοελλ.
ακολουθώ ένα επάγγελμα, προσπαθώ συστηματικά να έχω καλή επίδοση στην εργασία μου ή σε άλλο σημαντικό τομέα δραστηριότητας
(μσν-αρχ.) μετέχω σε αγώνα δρόμου, τρέχω στο στάδιο («ἐκεῑνός τε καὶ εὔαθλος ὁ σταδιοδρομῶν», Πλάτ.).