συνάχι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία του ρινικού κατάρρου
2. φρ. «παίρνω συνάχι» — προσβάλλομαι από κατάρρου
3. (σπάν.) κοινή ονομασία της κυνάγχης
4. παροιμ. φρ. «σαν πεθάνω απ' το συνάχι, φάσκελα να' χει η πανούκλα» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας κακό ή ατύχημα, όταν οι συνέπειες που επακολουθούν είναι ολέθριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνάγχη () με αλλαγή γένους και σίγηση του έρρινου -γ- (πρβλ. πενθερός: πεθερός, ρογχαλίζω: ρουχαλίζω)].