συναποκτείνω

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκτείνω Medium diacritics: συναποκτείνω Low diacritics: συναποκτείνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synapokteínō Transliteration B: synapokteinō Transliteration C: synapokteino Beta Code: sunapoktei/nw

English (LSJ)

   A kill together, Antipho 5.39, Aeschin.2.148; τινι with one, D.C.Fr.11.18.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; Antiph. 5, 39; Aesch. 2, 148.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω ὁμοῦ, Ἀντιφῶν 134. 8, Αἰσχίν. 48. 3· τινι, μετά τινος, ἀπειλήσας δούλῳ τινὶ συναποκτενεῖν Δίωνος Κ. Ἀποσπ. σ. 12. 67 Peiresc.

French (Bailly abrégé)

tuer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκτείνω.

Greek Monolingual

Α
φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῑν», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκτείνω «φονεύω»].

Greek Monolingual

Α
φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῑν», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκτείνω «φονεύω»].