σχοινουργός
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ὁ,
A land surveyor, PLond.3.1171.64 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1057] Stricke machend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινουργός: ὁ, (*ἔργω) = σχοινοπλόκος, Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 6708.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
μσν.
σχοινοπλόκος
αρχ.
αυτός που μετρά αγροτικές εκτάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ουργός (< ἔργον)].