τετανός

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετᾰνός Medium diacritics: τετανός Low diacritics: τετανός Capitals: ΤΕΤΑΝΟΣ
Transliteration A: tetanós Transliteration B: tetanos Transliteration C: tetanos Beta Code: tetano/s

English (LSJ)

ή, όν, (τείνω, τανύω)

   A stretched, rigid, Hp.Fract.2 (Sup.); straightened, smooth, ἔρφος, ῥινός, Nic.Al.343,464; πῆχυς AP6.204 (Leon.); φύλλον Thphr.HP3.11.1; θρίδαξ Lycus ap.Ath.2.69e; τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Crito ap.Gal.12.825; f.l.in E.Fr.472.6 (anap., codd. Erot.).    II = τετανόθριξ, PPetr.3p.2, al. (iii B.C.), PCair.Zen.76.11 (iii B.C.), PLond.3.879.17 (ii B.C.), PAmh.2.51.22 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1096] gespannt, gestreckt, ausgespannt, angespannt, dah. glatt, ohne Runzel; καὶ καθαρὸν πρόσωπον, Galen., s. Jac. A. P. p. 512; ἔρφος, gespannte Haut, Nic. Al. 343, vgl. 464; πρίων, Leon. Tar. 28 (VI, 204), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετᾰνός: -ή, -όν, (τείνω, τανύω) τεταμένος, τεντωμένος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 751· τεντωμένος, ὁμαλός, λεῖος, ἔρφος, ῥινὸς Νικ. Ἀλεξιφ. 343, 464· πρίων Ἀνθολ. Π. 6. 204· φύλλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 3. 11, 2· τ. καὶ καθαρὸν πρόσωπον Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 étendu, allongé, long;
2 rigide;
3 lisse, uni, sans pli ou sans ride.
Étymologie: τείνω.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -όν, Α
1. τεντωμένος
2. ομαλός, λείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθ. σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό τε- < συνεσταλμένη βαθμίδα ταν- του τείνω].———————— (II)
-ή, -όν, Α
τετανόθριξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί κατ' αποκοπή από το σύνθ. τετανόθριξ].