υπόχρεος
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόχρεος, -ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, -ων, Α
νεοελλ.
1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι
2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες»)
3. (νομ.) αυτός που υπέχει προς το δημόσιο ή προς δήμο ή κοινότητα ή σε ειδικό ταμείο υποχρέωση είτε σε πληρωμή βεβαιωμένου φόρου είτε σε φόρο που δεν έχει ακόμη καθοριστεί
αρχ.
1. αυτός που έχει οικονομικά χρέη, χρεωμένος
2. (για περιουσία) επιβαρυμένος με χρέος («υπόχρεων πεποιηκέναι τὴν ούσίαν», Πολ.)
3. αυτός που χρωστά σε κάποιον («δῆμος ἦν ὑπόχρεως τῶν πλουσίων», Πλούτ.)
4. (με δοτ.) υπόλογος («πάλιν ὁ δῆμος ὑπόχρεως τῇ συγκλήτῳ», Πολ.)
5. μτφ. υποχρεωμένος, δεσμευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -χρεος / -χρεως (< χρεῖος / χρέος / χρέως), πρβλ. κατά-χρεος /-χρεως, ὑπέρ-χρεως].