φάλκη

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek (Liddell-Scott)

φάλκη: ἡ, νυκτερίς, Χρησμ. Σιβ. 14. 160. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φάλκη· ὁ τῆς κόμης αὐχμός. ἢ νυκτερίς».

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. νυχτερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φάλκη ὁ τῆς κόμης αὐχμός...».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Η σημ. της λ. ὁ τῆς κόμης αὐχμὸς έχει οδηγήσει στη σύνδεση με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκος·πηλός, η οποία όμως προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].