τσίρκο

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. θέαμα του οποίου το πρόγραμμα περιλαμβάνει επιδείξεις ταχυδακτυλουργίας και γυμναστικής, ακροβασίες, ασκήσεις γυμνασμένων ζώων, κωμικά νούμερα κ.ά.
2. στεγασμένος χώρος που έχει στο κέντρο του κυκλική κονίστρα περιβαλλόμενη από κερκίδες τοποθετημένες αμφιθεατρικά γύρω της, όπου δίνονται οι παραστάσεις με το παραπάνω πρόγραμμα, καθώς και όλες οι λοιπές αναγκαίες εγκαταστάσεις
3. ο θίασος που πραγματοποιεί τις παραπάνω παραστάσεις
4. μτφ. ευτελές και αξιοθρήνητο θέαμα («καταντήσαμε αληθινό τσίρκο»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. circo < λατ. circus «κύκλος»].