ανασαίνω

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

(Μ ἀνασαίνω)
1. αναπνέω
2. μτφ. διακόπτω για λίγο την εργασία μου, ξεκουράζομαι
3. μτφ. ανακουφίζομαι ψυχικά, ξαλαφρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεσαίνω < άνεσις, αναλογικά προς τα ρ. σε -αίνω (πρβλ. ξηραίνω, θερμαίνω, λευκαίνω κ.ά.). Κατ’ άλλη άποψη < αν(α)- + ασαίνω (< αρχ. άση «λύπη, στενοχώρια»), κατ' επίδραση του ρ. ανα-πνέω. μσν.-νεοελλ. ανασασμός, νεοελλ. ανάσα, ανάσαση].