ἁγιστεία

From LSJ
Revision as of 17:06, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁγιστεία Medium diacritics: ἁγιστεία Low diacritics: αγιστεία Capitals: ΑΓΙΣΤΕΙΑ
Transliteration A: hagisteía Transliteration B: hagisteia Transliteration C: agisteia Beta Code: a(gistei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ritual, service, τῶν θεῶν, in pl., Isoc.11.28, cf. Pl.Ax.371d, Arist. Cael.268a14; later in sg., Str.9.3.7, J.Ap.1.7, Plu.Rom.22, Jul.Or.5.178d.

German (Pape)

[Seite 14] ἡ, 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ., neben θυσίαι, Tempelgebräuche, Isocr. 11, 28; so Plat. Ax. 371 d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι, von den Mysterien der Ceres (VLL. ἱεροτελεστία, λατρεῖαι); Plut. Rom. 22 ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁγ., von dem Dienst der Vestalinnen; αἱ ἱερατικαὶ ἁγ., von Aegypten, Symp. 8, 8, 2. – 2) Gottesfurcht, Luc. Amor. 15 δεισιδαίμων ἁγ., aberglaubische G.; ähnl. auch Strab. IX, 417.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιστεία: ἡ, μάλιστα ἐν τῷ πληθ. ἅγιαι τελεταί, λατρεία ἐν τῷ ναῷ, ἱεροτελεστία, Ἰσοκρ. 227Α, Πλάτ. Ἀξ. 371D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 3. ΙΙ. ἁγιωσύνη, Στράβων 417.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
coutume sacrée, cérémonie religieuse.
Étymologie: ἁγιστεύω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Call.SHell.265.21
1 rito, ceremonia gener. en plu. ἁγιστείαι τῶν θεῶν Isoc.11.28, Arist.Cael.268a14, de los misterios τοῖς μεμυημένοις ἐστίν τις προεδρία καὶ τὰς ὁσίους ἁγιστείας κἀκεῖσε (en la otra vida) συντελοῦσι Pl.Ax.371d, tb. en sg. διὰ τῆς ἁγιστείας οὐχ ἡ ψυχὴ μόνον ἀλλὰ καὶ τὰ σώματα ... σωτηρίας ἀξιοῦται Iul.Or.8.178d.
2 culto ἁγι[στείη] ν οὐδαμὰ παυσομένην Call.l.c., ἁ. μεγάλη culto importante, costoso en Delfos como centro de la anfictionía, Str.9.3.7, μετέχειν τῆς ἄλλης ἁ. I.Ap.1.36, περὶ τὸ πῦρ ἁ. Plu.Rom.22, περὶ τὸ θεῖον Procl.in R.1.78.
3 piedad, devoción, santidad ἡ ἱερωσύνης ἁ. Isid.Pel.Ep.M.78.985D.

Greek Monotonic

ἁγιστεία: ἡ, κυρίως στον πληθ., ιερές τελετές, ιεροτελεστίες, λατρείες στο ναό, σε Ισοκρ.