βαθύσκιος
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον,
A deep-shaded, dark, πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, cf. Theoc.4.19; ὗλαι Babr.92.2; οἰκίαι Ath. Med. ap. Orib.inc.23.18. II Act., throwing a deep shade, ἀστήρ Musae.111.
German (Pape)
[Seite 425] (σκιά), tiefbeschattet, tiefschattig, κευθμών H. h. Merc. 229; Theocr. 4, 19; ἄλσος Plat. ep. 29 (Plan. 210); ὕλαι Babr. 92, 2; – tief beschattend, Musae. 111.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύσκιος: -ον, ὁ βαθέως σκιαζόμενος, βαθεῖαν ἔχων σκιάν, σκιερός, σκοτεινός, πέτρης κευθμῶνα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 229, πρβλ. Θεόκρ. 4. 19· ὕλη Βάβρ. 92. 2. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ σχηματίζων βαθεῖαν σκιάν, ἀστὴρ Μουσαῖ. 111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert d’une ombre profonde ou épaisse.
Étymologie: βαθύς, σκιά.
Spanish (DGE)
(βᾰθύσκιος) -ον
1 profundamente sombrío πέτρης κευθμῶνα h.Merc.229, Ταρτάριος λειμών Orph.H.18.2, οἰκίαι Ath.Med. en Orib.Inc.41.18
•de lugares boscosos ἄλσος Lyr.Adesp.8(a).2, AP 16.210, Λάτυμνον Theoc.4.19, ὗλαι Babr.92.2, Q.S.3.105.
2 que trae la sombra profunda Ἕσπερος ἀστήρ Musae.111.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βαθύσκιος, -ον)
αυτός που έχει πυκνή σκιά.
Greek Monotonic
βᾰθύσκῐος: -ον (σκιά), αυτός που έχει βαθιά σκιά, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.