ῥιζοβόλος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ον,
A striking root, Nic.Th.69.
German (Pape)
[Seite 842] Wurzel werfend, d. i. Wurzel schlagend, Nic. Th. 69.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοβόλος: -ον, ὁ σχηματίζων ῥίζας, ῥιζοβολῶν, Νικ. Θ. 69 - ῥιζοβολέω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιάνω ῥίζαν», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 57, Ἀνθ. Π. 11. 246· - ῥιζοβόλησις, εως, ἡ, τὸ ῥιζοβολεῖν, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pousse des racines.
Étymologie: ῥίζα, βάλλω.
Greek Monolingual
ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος)].
Greek Monotonic
ῥιζοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.