δειλαίνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A to be a coward or cowardly, Arist.EN1107a18, 1137a22, Plot.1.4.15:—Med., Luc.Ocyp.153, Pteb.58.27:—Pass., aor.δειλανθείς· κλεφθείς, ἀπατηθείς, Hsch.; δειλάσαι· δειλιάσαι, Id.
German (Pape)
[Seite 536] zagen, feige sein, Arist. Eth. 2, 6. 5, 13 u. Sp., die auch das med. haben, Luc. Ocyp. 153; Aesop.
Greek (Liddell-Scott)
δειλαίνω: εἶμαι δειλός, ἄνανδρος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 19., 5. 9, 16· – ὡσαύτως ὡς ἀποθ., Λουκ. Ὠκυπ. 153.
French (Bailly abrégé)
être peureux, être lâche;
Moy. δειλαίνομαι m. sign.
Étymologie: δειλός.
Spanish (DGE)
I intr.
1 en v. act. ser cobarde, obrar con cobardía τὸ δειλαίνειν καὶ τὸ ἀδικεῖν οὐ τὸ ταῦτα ποιεῖν ἐστίν Arist.EN 1137a22, cf. 1107a18, op. ἀνδρίζεσθαι Chrysipp.Stoic.3.58, Plu.2.1047a, Hsch., περί τινα Plot.1.4.15.
2 en v. med.-pas. asustarse, acobardarse, PTeb.58.27 (II a.C.), ἐὰν δὲ δειλανθῇ si se asusta LXX 1Ma.5.41, (θηρία) δειλαινόμενα fieras que se acobardan Ign.Rom.5.2, cf. Pall.H.Laus.35.8, Melit.Fr.Pap.p.59.
3 δειλανθείς· κλεφθείς. ἀπατηθείς Hsch.
II tr.
1 temer μηδὲν δειλαινόμενος Herm.Sim.9.1.3, c. inf. δειλαίνομαι δὲ πολλὰ μεταστῆσαι πόδα Luc.Ocyp.153.
2 c. ac. de pers. asustar, aterrar δαίμων ... ἐβούλετο ἐκφοβῆσαι καὶ δειλαίνειν τὴν Χανθίππην A.Xanthipp.21, cf. 14.
• Etimología: Factitivo sobre δειλός q.u.
Greek Monotonic
δειλαίνω: (δείλος), είμαι δειλός ή άνανδρος, μικρόψυχος, δειλιάζω, λιποψυχώ, σε Αριστ.