ἐπικεράννυμι

From LSJ
Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικεράννῡμι Medium diacritics: ἐπικεράννυμι Low diacritics: επικεράννυμι Capitals: ΕΠΙΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epikeránnymi Transliteration B: epikerannymi Transliteration C: epikerannymi Beta Code: e)pikera/nnumi

English (LSJ)

   A mix in addition, οἶνον ἐπικρῆσαι (aor. 1 inf.) mix fresh wine, Od.7.164, cf. Gal.18(1).169:—Med., Damocr. ap. eund.14.100.

German (Pape)

[Seite 948] (s. κεράννυμι), noch einmal, von Neuem mischen, οἶνον ἐπικρῆσαι Od. 7, 164; übh. beimischen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. épq. ἐπικρῆσαι;
verser sur, mêler, acc..
Étymologie: ἐπί, κεράννυμι.

Greek Monolingual

ἐπικεράννυμι (Α)
ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»].

Greek Monotonic

ἐπικεράννῡμι: μέλ. -κεράσω, απαρ. αορ. αʹ -κρῆσαι (Επικ. αντί -κεράσαιαναμειγνύω, ανακατεύω συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.