Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατοκώχιμος

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοκώχιμος Medium diacritics: κατοκώχιμος Low diacritics: κατοκώχιμος Capitals: ΚΑΤΟΚΩΧΙΜΟΣ
Transliteration A: katokṓchimos Transliteration B: katokōchimos Transliteration C: katokochimos Beta Code: katokw/ximos

English (LSJ)

η, ον,

   A held in possession, held as a pledge, [χωρίον] Is.2.28 (vulg. κατόχιμον) ; τὸ κ. Hsch.    2 capable of being possessed by a feeling or passion, ὑπὸ κινήσεως Arist.Pol.1342a8; ἐκ τῆς ἀρετῆς Id.EN1179b9; τῷ πάθει possessed, Id.HA572a32; inclined, πρός τι Id.Pol.1269b30: abs., frantic, Luc.JTr.30 (vulg. κατόχιμος).

Greek (Liddell-Scott)

κατοκώχιμος: -η, -ον, κατεχόμενος, κρατούμενος ὡς ἐγγύησις, χωρίον Ἰσαῖ. 2. 35 (ἔνθα κοινῶς κατόχιμον)· οὕτω, «τὸ κατοκώχιμον· κατόχιμον. ἐνέχυρον» Ἡσύχ., Μοῖρ. 2) ὃν δύναται νὰ καταλάβῃ αἴσθημά τι ἢ πάθος, ἁλωτός, ὑπὸ κινήσεως Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4· ἐκ τῆς ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 3· τῷ πάθει ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 12·- ἔχων διάθεσιν, κλίσιν, ἐπιρρεπής, πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 9, 8·- ἀπολ., μανιώδης, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30 (κοινῶς κατόχιμος)·- ἴδε ἐν λέξ. κατοκωχή.

French (Bailly abrégé)

att. c. κατακώχιμος.

Greek Monolingual

κατοκώχιμος, -η, -ον (ΑΜ) κατοκωχή
αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτοςκατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο κρατούμενος ως εγγύηση
2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κατοκώχιμος: -η, -ον, ικανός να καταληφθεί, σε Αριστ.