λεπάς

From LSJ
Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπάς Medium diacritics: λεπάς Low diacritics: λεπάς Capitals: ΛΕΠΑΣ
Transliteration A: lepás Transliteration B: lepas Transliteration C: lepas Beta Code: lepa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A limpet, Alc.51 (s.v.l.), Epich.42.2, 114, Hermipp. 31, Arist.HA528b1, al.; ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ar.V.105, cf. Pl.1096.

German (Pape)

[Seite 29] άδος, ἡ, eine einschalige Muschel, Napfschnecke, patella, die steh an Felsen, λέπας, fest ansaugt, Arist. H. A. 4, 4 part. anim. 4, 3 u. öfter; vgl. Ath. III, 85 f. Dah. übertr., τὸ γραΐδιον ὥςπερ λεπὰς τῷ μειρακίῳ προσίσχεται Ar. Plut. 1096, vgl. Vesp. 105.

Greek (Liddell-Scott)

λεπάς: -άδος, ἡ, μονόθυρον ὀστρακόδερμον, «πεταλίδα», Λατ. patella, ὀνομασθεῖσα οὕτως ἐπειδὴ προσκολλᾶται εἰς λίπας, πέτραν, Ἐπίχ. 23 Ahr.· ὥσπερ λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
lépas, coquillage univalve qui s’attache aux roches (Chantraine : patelle, bernique).
Étymologie: λέπας.

Greek Monolingual

η (Α λεπάς, -άδος) λέπας
όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα.

Greek Monotonic

λεπάς: -άδος, ἡ, πεταλίδα, αχιβάδα, ονομαζόμενη έτσι, επειδή προσκολλάται σε βράχο (λέπας), σε Αριστοφ.