πρέσβιστος
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
η, ον, poet. Sup. of πρέσβυς,
A eldest, most august, most reverend, h.Hom.30.2, A.Th.390, S.Frr.582, 605; πρεσβίστα κόσμου μᾶτερ Lyr.Alex.Adesp.35.2; ἁ π. φιλοσοφία Ti.Locr. 104b; πόλις Sardis7(1).13: irreg. form πρεσβίστατος, η, ον, Nic.Th. 344.
German (Pape)
[Seite 698] superlat. zu πρέσβυς; H. h. 30, 2; Aesch. Spt. 372, der geehrteste; Scol. 23, Jac.; Tim. Locr. 97 e.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. ὑπερθ. τοῦ πρέσβυς, γηραιότατος, σεβαστότατος, τὰ μάλιστα τιμώμενος, Ὕμν. Ὁμ. 30. 2, Αἰσχύλ. Θήβ. 390, Σοφ. Ἀποσπ. 523. 539· ὡσαύτως, παρὰ Τιμ. Λοκρ. 104Β, ά πρεσβίττα (Δωρ.) φιλοσοφία· ― ὡσαύτως, πρεσβίστατος, η, ον, Νικ. Θηρ. 344· πρβλ. πρεῖγυς.
French (Bailly abrégé)
v. πρέσβυς.
Greek Monolingual
και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, -ίστη, -ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, -άτη, -ον, Α
(ποιητ. τ. υπερθ. του πρέσβυς)
1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει», Ύμν. Ομ.
β. «πρεσβίστα κόσμου μᾱτερ», Λυρ. Αλ. Αδέσπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πρόεδρος της γερουσίας («πρήγιστος βουλῆς», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του πρέσβυς, κατά τα κύδιστος, κράτιστος. Για τον τ. πρείγιστος βλ. λ. πρέσβυς, ενώ οι τ. πρήγιστος και πρίγιστος που μαρτυρούνται σε επιγραφές έχουν προέλθει από ιωτακισμό του -ει-].
Greek Monotonic
πρέσβιστος: -η, -ον, ποιητ. υπερθ. του πρέσβυς, ο μεγαλύτερος, ο πιο σεβαστός, ο πιο τιμημένος, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.