πυκιμηδής
From LSJ
δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours
English (LSJ)
ές, (πύκα, μῆδος)
A of close or cautious mind, shrewd, Od. 1.438: also written parox. πυκιμήδης, h.Cer.153, Q.S.7.189.
German (Pape)
[Seite 815] ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.
English (Autenrieth)
ές (μῆδος): deep-counselled, Od. 1.438†.
Greek Monolingual
-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ-μηδής].
Greek Monotonic
πῠκῐμηδής: -ές (πύκα, μῆδος), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, έξυπνος, σώφρων, σε Όμηρ.