σκευαγωγέω

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευᾰγωγέω Medium diacritics: σκευαγωγέω Low diacritics: σκευαγωγέω Capitals: ΣΚΕΥΑΓΩΓΕΩ
Transliteration A: skeuagōgéō Transliteration B: skeuagōgeō Transliteration C: skevagogeo Beta Code: skeuagwge/w

English (LSJ)

(σκεῦος)

   A pack up and carry away goods, ἐκ τῶν ἀγρῶν σ. pack up one's chattels and remove into the city, Aeschin.2.139, 3.80, D.18.36:—Med., Sch.Ar.Pax631.

German (Pape)

[Seite 893] das Geräth zusammenpacken und forttragen; ἐκ τῶν ἀγρῶν σκευαγωγεῖν, das Geräth vom Lande zusammenpacken u. wegschaffen, Aesch. 2, 139; Dem. 18, 36; Arr. An. 1, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σκευᾰγωγέω: συνάγω καὶ δένω ὁμοῦ καὶ μετακομίζω σκεύη, ἐκ τῶν ἀγρῶν σκ., συνάγω τὰ σκεύη μου ἐκ τῶν ἀγρῶν καὶ τὰ μεταφέρω εἰς τὴν πόλιν, Δημ. 37. 21, Αἰσχίν. 46. 28., 65. 10. - Μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 631.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
plier bagage ; s’en aller, émigrer.
Étymologie: σκευαγωγός.

Greek Monotonic

σκευᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, συμμαζεύω και μεταφέρω τα αγαθά και την κινητή περιουσία μου, σε Δημ., Αισχίν.