χρηστόφιλος

From LSJ
Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστόφῐλος Medium diacritics: χρηστόφιλος Low diacritics: χρηστόφιλος Capitals: ΧΡΗΣΤΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: chrēstóphilos Transliteration B: chrēstophilos Transliteration C: christofilos Beta Code: xrhsto/filos

English (LSJ)

ον,

   A possessed of good friends, ib.38.    II trusty friend, opp. κακόφιλος, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).146.

German (Pape)

[Seite 1376] gute Menschen od. Handlungen liebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστόφῐλος: -ον, ᾧ χρηστοὶ ἄνδρες φίλοι, ὁ ἔχων φίλους χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les gens de bien.
Étymologie: χρηστός, φίλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει χρηστούς φίλους
2. έμπιστος φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -φίλος (< φίλος), πρβλ. πονηρό-φιλος].

Greek Monotonic

χρηστόφῐλος: -ον, αυτός που έχει καλούς φίλους, σε Αριστ.