σκάλωμα
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
German (Pape)
[Seite 888] τό, bei Pol. zw. Lesart für σκαίωμα, nicht ganz verwerflich, wenn man es in derselben Bdtg von σκαληνός ableitet, wonach es eigtl. σκαλήνωμα heißen müßte.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκαλώνω, ανέβασμα σε ψηλό ή δύσβατο μέρος με τη βοήθεια τών χεριών και τών ποδιών, σκαρφάλωμα, αναρρίχηση
2. τμήμα αγρού σε πλαγιά λόγου που έχει ισοπεδωθεί, δαμάκι
3. αγκίστρωση, πιάσιμο από αιχμηρό αντικείμενο ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα εμπόδια
4. μτφ. σκόνταμμα, σταμάτημα, ανακοπή
μσν.
κλίμακα από σχοινί
αρχ.
στον πληθ. τὰ σκαλώματα
οι γωνίες και οι καμπυλότητες του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλωμα: πέπλος). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. «αναρρίχηση» < σκαλώνω].
Russian (Dvoretsky)
σκάλωμα: ατος (κᾰ) τό поворот, изгиб (Polyb. - v. l. σκαίωμα).