πιεστός

From LSJ
Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐεστός Medium diacritics: πιεστός Low diacritics: πιεστός Capitals: ΠΙΕΣΤΟΣ
Transliteration A: piestós Transliteration B: piestos Transliteration C: piestos Beta Code: piesto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A compressible, Arist.Mete. 385a15, Thphr.Lass.8.

German (Pape)

[Seite 613] gedrückt, gepreßt; zu pressen; dah. dem Drucke nachgebend, weich, Arist. meteor. 4, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πιεστός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος πιεσθῆναι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 15 κἑξ., Θεοφράστ. Ἀποσπ. 7. 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πιεστός, -ή, -όν, ΝΑ πιέζω
αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τον πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του
νεοελλ.
1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που προήλθε από πίεση
2. το ουδ. ως ουσ. το πιεστό(ν)
η φυσική ιδιότητα τών σωμάτων να ελαττώνονται κατά όγκο από την επίδραση εξωτερικής πίεσης, αλλ. συμπιεστό(ν).

Russian (Dvoretsky)

πιεστός: способный сжиматься, податливый (ἰξός Arst.).