ἐπιστολεύς

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολεύς Medium diacritics: ἐπιστολεύς Low diacritics: επιστολεύς Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΕΥΣ
Transliteration A: epistoleús Transliteration B: epistoleus Transliteration C: epistoleys Beta Code: e)pistoleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (ἐπιστολή)

   A secretary, τοῦ Αὐτοκράτορος IG14.1085; also in Persia, Suid. s.v. ἐπιστέλλει.    II. among the Spartans, admiral second in command, vice-admiral, X.HG2.1.7,4.8.11, Plu.Lys.7; he carries dispatches, X.HG1.1.23.

German (Pape)

[Seite 984] ὁ, 1) der Unteradmiral, zweiter Schiffsbefehlshaber bei den Lacedämoniern, Xen. Hell. 1, 1, 23. 2, 1, 7; Plut. Lys. 7; vgl. Poll. 1, 96. – 2) Sp. auch Briefschreiber, Briefträger.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολεύς: έως, ἡ, (ἐπιστολὴ) γραμματεύς, τοῦ Αὐτοκράτορος Συλλ. Ἐπιγρ. 5900, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ἐπιστέλλω. ΙΙ. παρὰ τοῖς Σπαρτιάταις, ὑποναύαρχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 7., 4. 8, 11, κτλ.· φαίνεται δὲ ὅτι οὗτος ἦτο καὶ κομιστὴς ἐπιστολῶν (ἐπιστολιαφόρος), αὐτόθι 6. 2, 25, πρβλ. 1. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commandant en second d’une escadre, vice-amiral à Lacédémone.
Étymologie: ἐπιστέλλω.

Greek Monotonic

ἐπιστολεύς: -έως, ἡ,
I. γραμματέας, επίσης, αγγελιαφόρος, ταχυδρόμος, σε Ξεν.
II. στους Σπαρτιάτες, αντιναύαρχος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολεύς: έως ὁ
1) писец или гонец Xen.;
2) (у лакедемонян) помощник командующего флотом Xen., Plut.