δεξιώνυμος

From LSJ
Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιώνῠμος Medium diacritics: δεξιώνυμος Low diacritics: δεξιώνυμος Capitals: ΔΕΞΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: dexiṓnymos Transliteration B: dexiōnymos Transliteration C: deksionymos Beta Code: deciw/numos

English (LSJ)

ον, prop.

   A right or lucky in name; but simply, = δεξιός, χερσὶ δεξιωνύμοις A.Supp.607.

German (Pape)

[Seite 547] eigtl. mit Glück bedeutendem Namen, aber bei Aesch. Suppl. 607 = δεξιός, χεῖρες, mit Anklang von εὐώνυμος.

Greek (Liddell-Scott)

δεξιώνῠμος: -ον, ἔχων δεξιὸν ἢ εὐοίωνον ὄνομα· ἢ ἁπλῶς = δεξιός, χερσὶ δεξιωνύμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 607· πρβλ. εὐώνυμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le nom est de bon augure ; simpl. adroit, habile.
Étymologie: δεξιός, ὄνομα.

Spanish (DGE)

(δεξιώνῠμος) -ον
de nombre diestro o afortunado de donde derecho, diestro χείρ A.Supp.607.

Greek Monolingual

δεξιώνυμος, -ον (Α)
1. όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα
2. ο δεξιός («χερσὶ δεξιωνύμοις», Αισχ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. του όνομα (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος, παντώνυμος κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

δεξιώνῠμος: Aesch. = δεξιός 1.