οἰκιστής

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκιστής Medium diacritics: οἰκιστής Low diacritics: οικιστής Capitals: ΟΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oikistḗs Transliteration B: oikistēs Transliteration C: oikistis Beta Code: oi)kisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A colonizer, founder of a city, IG 12.15.30, Hdt.4.159, 6.38, Th.1.24, 3.92, 6.3, etc. ; also of those who frame constitutions or charters for a city, Id.3.34, Pl.R.379a ; οἱ οἰ., = Lat. triumviri coloniae deducendae, App.BC1.24.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, = οἰκιστήρ, Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ οἰκιστήρ, ὁ οἰκίζων τόπον τινὰ δι’ ἐποίκων, ὁ ἱδρυτὴς πόλεως, Ἡρόδ. 4. 159, Θουκ. 1. 24., 3. 92., 6. 3, Πλάτ., κτλ.· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 24, οἱ οἰκισταὶ εἶναι οἱ παρὰ Ρωμ. triumviri coloniae deducendae.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. οἰκιστήρ.

Greek Monolingual

ο (Α οἰκιστής) οικίζω
αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας
αρχ.
1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη
2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί
(στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε αποικία.

Greek Monotonic

οἰκιστής: -οῦ, ὁ (οἰκίζω), αποικιστής, ιδρυτής μιας πόλης, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκιστής: οῦ ὁ
1) колонизатор (νήσων Her., Thuc. etc.);
2) основатель (πόλεως Plat., Plut.).