ἀτροφία
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ἡ,
A want of food or nourishment, of trees, Thphr. CP5.9.9; φθινούσης ἀ. φλογός Plu.2.949a. 2 atrophy, Arist. Pr.888a10, Antyll. ap. Orib.6.21.7. 3 starvation-diet, καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
German (Pape)
[Seite 389] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτροφία: ἡ, ἔλλειψις τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) νόσος, ἡ ἀτροφία, Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de nourriture.
Étymologie: ἄτροφος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de alimento, desnutrición, ἀδυναμία δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.Pr.888a10, τροφὴ καὶ ἀτροφία Aret.SD 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8
•de árboles, Thphr.CP 5.9.9, cf. 2.6.3
•en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ ἄγνοια τῆς ψυχῆς Clem.Al.Strom.7.12.72
•del fuego falta de combustible ἀ. φλογός Plu.2.949a
•dieta de inanición καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
2 medic. atropa, debilidad ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869.
Greek Monolingual
η (AM ἀτροφία) άτροφος
1. στέρηση τροφής
2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκής θρέψη
νεοελλ.
η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτροφία: ἡ1) отсутствие пищи, голодание Plut.;
2) увядание, атрофия (τοῦ σώματος Arst.).