πολύσχιστος
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ον,
A split into many parts, branching, κέλευθοι S.OC1592.
German (Pape)
[Seite 674] vielfach gespalten, getheilt, mannichfaltig; κέλευθα, Soph. O. C. 1588; ἀτρεκίη, Greg. ep. (VIII, 7); Sp. auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσχιστος: -ον, ἐπὶ ὁδοῦ, ἡ εἰς πολλὰς ἀτραποὺς διασχιζομένη, ἔστη κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Σοφ. Ο. Κ. 1592· ἀτρεκίη Ἀνθ. Π. 8. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ος;
c. πολυσχιδής.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κυρίως για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε πολλά στενά δρομάκια ή μονοπάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σχιστός (< σχίζω)].
Greek Monotonic
πολύσχιστος: -ον, αυτός που έχει πολλά παρακλάδια, κέλευθα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύσχιστος: 1) разветвленный: κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ Soph. на одной из расходящихся дорог;
2) расколотый, многообразный (ἀτρεκίη Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύσχιστος -ον [πολύς, σχίζω] met veel splitsingen:. κελεύθων ἐν πολυσχίστων μιᾷ op een van de wegen met veel splitsingen Soph. OC 1592.