προσπολεμέω

From LSJ
Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπολεμέω Medium diacritics: προσπολεμέω Low diacritics: προσπολεμέω Capitals: ΠΡΟΣΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: prospoleméō Transliteration B: prospolemeō Transliteration C: prospolemeo Beta Code: prospoleme/w

English (LSJ)

   A carry on war against, τινα X.An.1.6.6; τινι Aeschin.1.64: abs., Pl.R.332e; ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι Th.8.96, cf. 7.51; χαλεπὸς προσπολεμεῖν Isoc.4.138, cf. D.2.22.

German (Pape)

[Seite 778] gegen Einen Krieg führen, τινί; Thuc. 8, 96; Plat. Menex. 243 a; Xen. An. 1, 6, 6; ὁ βασιλεὺς χαλεπὸς προσπολεμεῖν, es ist schwer, gegen ihn anzukämpfen, Isocr. 4, 138, wie προσπολεμεῖν φοβερός, Dem. 2, 22; Folgde, wie Pol. 3, 56, 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσπολεμέω: διεξάγω πόλεμον ἐναντίον τινός, ἔχω πόλεμον πρός τινα, Θουκ. 8. 96, Πλάτ. Πολ. 332Ε, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 6· τινι Αἰσχίν. 9. 34· χαλεπῶς προσπολεμεῖν Ἰσοκρ. 69Α, πρβλ. Δημ. 24. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la guerre à, τινι.
Étymologie: πρός, πολεμέω.

Greek Monotonic

προσπολεμέω: μέλ. -ήσω, διεξάγω πόλεμο εναντίον κάποιου, βρίσκομαι σε πόλεμο με κάποιον άλλο, σε Θουκ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πολεμέω oorlog voeren tegen, beoorlogen:. χαλεπὸς προσπολεμεῖν hij is moeilijk te bestrijden Isocr. 4.138.