πανομιλεί

From LSJ
Revision as of 13:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνομῑλεί Medium diacritics: πανομιλεί Low diacritics: πανομιλεί Capitals: ΠΑΝΟΜΙΛΕΙ
Transliteration A: panomileí Transliteration B: panomilei Transliteration C: panomilei Beta Code: panomilei/

English (LSJ)

Adv.

   A in whole troops, A.Th.296 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 461] in ganzen Haufen, schaarenweise, neben πανδημεί Aesch. Spt. 278.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνομῑλεί: σὺν παντὶ τῷ ὁμίλῳ, μεθ’ ὅλου τοῦ πλήθους, Αἰσχύλ. Θήβ. 296· πρβλ. πανδημεί.

French (Bailly abrégé)

adv.
en troupe compacte, en masse.
Étymologie: πᾶν, ὅμιλος.

Greek Monolingual

και πανομιλί Α
επίρρ. με όλο το πλήθος, πανδημεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. παμμελ-εί)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανομῑλεί [πᾶς, ὅμιλος] adv., massaal, en masse.