δυσκατάστατος

From LSJ
Revision as of 14:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάστᾰτος Medium diacritics: δυσκατάστατος Low diacritics: δυσκατάστατος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: dyskatástatos Transliteration B: dyskatastatos Transliteration C: dyskatastatos Beta Code: duskata/statos

English (LSJ)

ον,

   A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.

Greek Monolingual

δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.

Greek Monotonic

δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσκατάστατος: трудно приводимый в порядок, с трудом успокаиваемый (τὸ ταραχθῆναι Xen.).