δημηγόρος

From LSJ
Revision as of 15:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγόρος Medium diacritics: δημηγόρος Low diacritics: δημηγόρος Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: dēmēgóros Transliteration B: dēmēgoros Transliteration C: dimigoros Beta Code: dhmhgo/ros

English (LSJ)

ὁ, (ἀγορεύω)

   A popular orator, mostly in a bad sense, Pl.Grg.520b, Lg.908d, etc.; ὅρκος ἑτᾳίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101; but δ. ἀγαθοί, opp. ῥήτορες φαῦλοι, X.Mem.2.6.15: as Adj., δημηγόρος, ον,τιμαὶ δ. a speaker's honours, E.Hec.254; στροφαὶ δημηγόροι rhetorical tricks, A.Supp.623. [For accentuation see Herodian - HD]

German (Pape)

[Seite 562] volksrednerisch, στροφαί, Gewandtheit des Volksredners, Aesch. Suppl. 6231 τιμαί, Eur. Hec. 254. – Subst., der Volksredner, Plat. Legg. X, 908 d u. Folgde; auch mit dem Nebenbegriff »dem Volke schmeichelnd«, nicht die Wahrheit, sondern trügerisch zur Ergötzlichkeit sprcchend, Plat. Gorg. 482 c 494 d; dah. ὅρκος δ' ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diphil. Stob. dor. 28, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δημηγόρος: ὁ, (ἀγορεύω) δημόσιος ἀγορητής, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 520Β, Νόμ. 908D, κτλ.· - τιμαὶ δ., αἱ τιμαὶ τοῦ ἀγορεύοντος, Εὐρ. Ἑκ. 254· στροφαὶ δημηγόροι, τεχνάσματα ῥητορικά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. adj. d’orateur, de rhéteur;
II.δημηγόρος :
1 orateur populaire;
2 en mauv. part orateur qui flatte le peuple, démagogue.
Étymologie: δῆμος, ἀγορεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 propio de los oradores públicos o la oratoria pública δημηγόροι στροφαί los giros del discurso popular A.Supp.623, τιμαί E.Hec.254, ἦθος AP 2.118, 373 (Christod.).
2 subst. ὁ δ. orador público, político que interviene en la asamblea ἀγαθοὶ δημηγόροι op. ῥήτορες φαῦλοι X.Mem.2.6.15, cf. HG 6.2.39, 6.3.3, Smp.2.14, λιθωμόται δημηγόροι Com.Adesp.385, ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβατα Vit.Aesop.G 97, ὁ δ. Δημοσθένης Lib.Decl.23.88
de Tersites, Luc.Demon.61, cf. ITr.26, Aesop.158, Them.Or.26.321d
frec. c. valor peyor., Pl.Grg.520b, Lg.908d, ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101, οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί Ael.VH 9.19, cf. Ph.2.47
predicador de Pedro δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν Ast.Am.Hom.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρου Anon.V.Thecl.2.3.

Greek Monolingual

δημηγόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ταιριάζει σε δημόσιο ρήτορα
2. φρ. α) «τιμαὶ δημηγόροι» — οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή
β) «στροφαὶ δημηγόροι» — σοφιστικά τεχνάσματα
3. το αρσ. ως ουσ. ο δημηγόρος
ο δημαγωγός αγορητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ηγορος < αγορά].

Greek Monotonic

δημηγόρος: ὁ (ἀγορεύω), δημόσιος αγορητής, ρήτορας, κυρίως με αρνητική σημασία, σε Πλάτ.· τιμαὶ δ., οι τιμές του αγορήτη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δημηγόρος: II ὁ оратор Xen., преимущ. оратор-демагог (δημηγόροι τε καὶ σοφισταί Plat.).
ораторский: δημηγόρους ζηλοῦν τιμάς Eur. стремиться к ораторской славе; δημηγόρους ἀκοῦσαι στροφάς Aesch. поддаться ораторским ухищрениям.