ἄσαντος

From LSJ
Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσαντος Medium diacritics: ἄσαντος Low diacritics: άσαντος Capitals: ΑΣΑΝΤΟΣ
Transliteration A: ásantos Transliteration B: asantos Transliteration C: asantos Beta Code: a)/santos

English (LSJ)

ον, (σαίνω)

   A not to be soothed, ungentle, θυμός A.Ch.422 (lyr.).    II = οὐ σαίνων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 368] nicht durch Schmeicheleien zu rühren, hartherzig, Aesch. Ch. 416 θυμός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut fléchir par des caresses, inflexible.
Étymologie: ἀ, σαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
que no se ablanda, inflexible θυμός A.Ch.421, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἄσαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»].

Greek Monotonic

ἄσαντος: -ον (σαίνω), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, σκληρός, άκαμπτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσαντος: неумолимый, жесткий (θυμός Aesch.).