βλήχων
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ (later ὁ, Gp.8.7), gen. ωνος, also βληχώ, gen. οῦς; Ion. γλήχων, βληχ-ώ, Dor. γλάχων, βληχ-ώ (on the forms see Phryn.PS p.53 B., Sch.Ar.Pax711), dat.
A γλήχωνι h.Cer.209; βληχοῖ Thphr.HP 9.16.1: gen. γληχοῦς Hp.Morb.3.17; γλάχωνος Boeot. ap. Ar.Ach. 869: acc. γλάχωνα ib.861, Theoc.5.56; γλήχωνα Herod.9.13; γλαχώ Ar.Ach.874; βληχώ Id.Lys.89:—pennyroyal, Mentha Pulegium, Il.cc., Dsc.3.31, etc.
German (Pape)
[Seite 449] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. γλήχων, dor. γλάχων, Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ αἰδοῖον.
Greek (Liddell-Scott)
βλήχων: ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, ὡσαύτως βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ γλήχων, -ώ, Δωρ. γλάχων, -ώ: - εἶδος φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον γλήχων (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ γλάχων (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν βλήχων (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα αὐτόθι 861· γλαχὼ αὐτόθι 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. βληχωνίας· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ἡ, postér. ὁ)
c. βληχώ.
Spanish (DGE)
-ωνος, ἡ
• Alolema(s): γλήχων h.Cer.209, Hp.Mul.1.78 (p.178), 2.134, Nic.Th.877, Dsc.3.32, 35; beoc. y dór. γλάχων Ar.Ach.861, 869, Theoc.5.56; βληχώ, -οῦς Ar.Lys.89, Thphr.HP 9.16.1; γλαχώ Ar.Ach.874, Phryn.PS 53; γληχώ Hp.Morb.3.17, Nic.Al.128, 237
• Morfología: [tard. masc. ὁ γλίχων Gp.8.7, 12.33]
I bot.
1 poleo, Mentha pulegium L. ἄλφι καὶ ὕδωρ ... μίξασαν ... γλήχωνι τερείνῃ tras mezclar harina de cebada y agua con poleo fresco, h.Cer.l.c., cf. Hp.ll.cc., Ar.ll.cc., Thphr.l.c., Theoc.l.c., Herod.9.13, Dieuch.15.59, 19.5, 12, 14, Nic.Th.877, ll.cc., Dsc.3.31, Plin.HN 20.156, Phryn.l.c., Gal.11.304, PRain.Med.7.3 (IV d.C.), Ps.Apul.Herb.93.54, anón. en POxy.1384.11, Gp.ll.cc., Sch.Ar.Pax 712.
2 γ. ἀγρία díctamo, Origanum dictamnus L., como sinón. de δίκταμνον Dsc.3.32.
3 γ. ἀγρία calamento, Calamintha nepeta L., Dsc.3.35, Ps.Apul.Herb.91.9.
II fig. vello púbico femenino κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη con el vello púbico muy elegantemente depilado Ar.Lys.89, cf. Hippon.86.4, Hsch. • DMic.: da-ra-ko.
• Etimología: Etim. dud. Mic. da-ra-ko apunta a un origen *dlā-. La var. γλάχων es explicada en algún caso por disim. de oclusivas. Una etim. pop. lo rel. c. βληχάομαι q.u.
Greek Monotonic
βλήχων: ἡ, γεν. -ωνος ή βληχώ, γεν. -οῦς, Ιων. γλήχων, Δωρ. γλάχων και -ώ, είδος φυτού, «το φλισκούνι», Λατ. mentha pulegium, σε Αριστοφ., Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βλήχων: ωνος ἡ ион. = γλήχων.