εὐτακτέω

From LSJ
Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτακτέω Medium diacritics: εὐτακτέω Low diacritics: ευτακτέω Capitals: ΕΥΤΑΚΤΕΩ
Transliteration A: eutaktéō Transliteration B: eutakteō Transliteration C: eftakteo Beta Code: eu)takte/w

English (LSJ)

   A to be orderly, behave well, Th.8.1, X.Mem.4.4.1, etc.; of soldiers, obey discipline, ib.3.5.21; εὐ. πρὸς ἀρχήν to be obedient towards... Plu.Cam.18; to be continent, Epict.Ench.29.2, D.L.4.42, AP5.39.7 (Nicarch.).    II Act., pay regularly, τοὺς φόρους PHib. 1.35.6 (iii B.C.), cf. POxy.1471.16 (i A.D.); τὰ ὀψώνια PSI4.350.2 (iii B.C.), etc.:—Pass., ὅπως οἱ μισθοὶ τοῖς παιδευταῖς εὐτακτέωνται SIG 672.10 (Delph., ii B.C.), cf. BGU1107.11.    III Pass., to be reduced to order, ὑπὸ τοῦ διανοητικοῦ ὡς ὑπό τινος ἰσότητος Nicom.Ar.1.23; -ουμένη ἀπόβασις, def. of εἱμαρμένη, Theol.Ar.60: c. acc. cogn., τὸν τοῦ νοῦ λόγον -ούμενος Iamb.VP15.66.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτακτέω: εἶμαι εὔτακτος, φέρομαι καλῶς, Θουκ. 8. 1, Ξεν. Ἀπομν. 4. 4. 1, κτλ.· ἐπὶ στρατιωτῶν, ὑπακούω, πειθαρχῶ, αὐτόθι 3. 5. 21· εὐτ. πρὸς ἀρχήν, εἶμαι εὐπειθής, εἰς..., Πλουτ. Κάμιλλ. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
litt. garder son rang, d’où
1 observer la discipline, être discipliné;
2 p. ext. remplir son devoir;
3 particul. observer la tempérance, être tempérant en parl. des plaisirs de l’amour.
Étymologie: εὔτακτος.

Greek Monotonic

εὐτακτέω: μέλ. -ήσω, είμαι μεθοδικός, τακτικός, συμπεριφέρομαι καλά, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για στρατιώτες, υπακούω, πειθαρχώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτακτέω: 1) соблюдать строгий порядок, быть дисциплинированным Thuc., Xen.: εὐ. πρὸς ἀρχήν Plut. повиноваться власти;
2) соблюдать меру, быть воздержным Diog. L.