κάπετος

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπετος Medium diacritics: κάπετος Low diacritics: κάπετος Capitals: ΚΑΠΕΤΟΣ
Transliteration A: kápetos Transliteration B: kapetos Transliteration C: kapetos Beta Code: ka/petos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (for σκάπετος, from σκάπτω)

   A ditch, trench, ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν [ὀστέα] 24.797, cf. S.Aj.1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74.    II shovel, spade (?), GDI4992aii6 (Gortyn).

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κάπετος: ἡ, (ἀντὶ σκάπετος ἐκ τοῦ σκάπατος), τάφρος, ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, τάφος, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 creux, enfoncement;
2 particul. fosse, fossé;
3 tombe, tombeau.
Étymologie: p. *σκάπετος de la R. Σκαπ ou Σκα, creuser, cf. σκάπτω.

English (Autenrieth)

ditch, grave, Il. 18.564, Il. 24.797. (Il.)

Greek Monolingual

κάπετος, ἡ (Α)
1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.)
2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.)
3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού
4. σπαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή του αρκτικού σ-].

Greek Monotonic

κάπετος: ἡ (αντί σκάπετος, από το σκάπτω), χαντάκι, τάφρος, σε Ομήρ. Ιλ.· τρύπα, τάφος, στο ίδ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάπετος: (ᾰ) ἡ1) ров, окоп (ὄχθαι καπέτοιο βαθείης Hom.);
2) могила (κοίλη κ. Hom., Soph.).