κοινοβουλέω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A deliberate in common, X.Lac.13.1:—Med., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1468] gemeinschaftlich berathschlagen, Xen. Lac. 13, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοβουλέω: ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
délibérer en commun.
Étymologie: κοινός, βουλή.
Greek Monotonic
κοινοβουλέω: (βουλή), αποφασίζω από κοινού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κοινοβουλέω: совместно обсуждать, совещаться Xen.