κοινοβουλέω

From LSJ
Revision as of 23:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοβουλέω Medium diacritics: κοινοβουλέω Low diacritics: κοινοβουλέω Capitals: ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΩ
Transliteration A: koinobouléō Transliteration B: koinobouleō Transliteration C: koinovouleo Beta Code: koinoboule/w

English (LSJ)

   A deliberate in common, X.Lac.13.1:—Med., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1468] gemeinschaftlich berathschlagen, Xen. Lac. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβουλέω: ἀποφασίζω ἀπὸ κοινοῦ, συσκέπτομαι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Λακ. 13. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
délibérer en commun.
Étymologie: κοινός, βουλή.

Greek Monotonic

κοινοβουλέω: (βουλή), αποφασίζω από κοινού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κοινοβουλέω: совместно обсуждать, совещаться Xen.