λιθηλογής

From LSJ
Revision as of 23:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθηλογής Medium diacritics: λιθηλογής Low diacritics: λιθηλογής Capitals: ΛΙΘΗΛΟΓΗΣ
Transliteration A: lithēlogḗs Transliteration B: lithēlogēs Transliteration C: lithilogis Beta Code: liqhlogh/s

English (LSJ)

ές, (λέγω (B) 1)

   A built of stones, AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Greek Monolingual

λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].

Greek Monotonic

λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθηλογής: λέγω II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).