ὀλιγανδρία

From LSJ
Revision as of 01:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγανδρία Medium diacritics: ὀλιγανδρία Low diacritics: ολιγανδρία Capitals: ΟΛΙΓΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: oligandría Transliteration B: oligandria Transliteration C: oligandria Beta Code: o)ligandri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d’hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῡν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγανδρία: ἡ нехватка людей, недостаток в людях Plut.