ὁτιή

From LSJ
Revision as of 01:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁτιή Medium diacritics: ὁτιή Low diacritics: οτιή Capitals: ΟΤΙΗ
Transliteration A: hotiḗ Transliteration B: hotiē Transliteration C: otii Beta Code: o(tih/

English (LSJ)

(better ὅτι ἢ, v. infr.), Conj., colloquial form of ὅτι B,

   A because, E.Cyc.643, Eup.305, Ar.Eq.29, 34, 181, 236, etc.: folld. by τί, ὁτιὴ τί ; 'cause why? Id.Nu.784; ὁτιὴ τί δή; ib.755. (The accentuation ὅτι ἢ is implied by A.D., who says πρὸς πάντων συμφώνως ἀνεγνώσθη ἐν ὀξείᾳ τάσει τὸ ο Conj.256.2, cf. Synt.307.22; only ὁτιὴ is found in codd., and Eust. has οἱ Ἀττικοὶ ὀξυτόνως λέγουσι τιὴ καὶ ὁτιή 118.36, cf. 45.4; cf. ἦ 1.2.)    2 more rarely, = ὅτι, that, Ar.Eq.360, Nu. 331, V.1395, Av.1010.

German (Pape)

[Seite 405] = ὅτι, weil, Ar. Equ. 29. 426 u. öfter; ὁτιητί, d. i. ὁτιὴ τί; warum? Nubb. 774; so auch ὅτι τί δή; Plut. 136.

Greek (Liddell-Scott)

ὁτιή: σύνδεσμ., κωμικ. τύπος τοῦ ὅτι Β, διότι, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀριστοφ. Ἱππ. 29. 34, 181, 236, κτλ. 2) σπανιώτερον = ὅτι, (εἰδικὸν) αὐτόθι 360, Νεφ. 331, Σφ. 1395, Ὄρν. 1011. ΙΙ. = ὅ τι, ἐπὶ πλαγίων ἐρωτήσεων, διὰ ποῖον λόγον, ὁτιὴ τί; διὰ τί οὕτω; Ἀριστοφ. νεφ. 784· καὶ ὁτιὴ τί δή; αὐτόθι 756, Πλ. 136. - Πρβλ. τίη, ἐπειή.

French (Bailly abrégé)

conj.
1 puisque, parce que, avec interr. : ὁτιὴ τί ou ὁτιητί ; parce que ? càd pourquoi ?;
2 que.
Étymologie: ὅτι, ἤ.

Greek Monolingual

ὁτιή και ὅτι ἤ (Α) ότι
(σύνδ.)
1. (συν. στους κωμικούς αντί του αιτιολογικού ὅτι) διότι, επειδή
2. (σπαν. αντί του ειδικού ὅτι) ότι, πως
3. (σε ερωτήσεις με το τί) ὁτιὴ τί
γιατί έτσι;

Greek Monotonic

ὁτιή:I. 1. σύνδ., κωμ. τύπος του ὅτι, επειδή, σε Αριστοφ.
2. = ὅτι, ότι, στον ίδ.
II. = ὅ τι, γιατί, ὁτιὴ τί δή;; γιατί έτσι; πώς κι έτσι; στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὁτῐή: conj.
1) так как, потому что Arph.: ὁ. τί; Arph. и ὁ. τί δή; Arph., Plut. почему (же)?;
2) (= ὅτι II,
1) что (οἶδ᾽, ὁ. ταύτῃ διαλλαχθήσομαι Arph.).