πάνολβος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον, = foreg., A.Supp.582 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 461] = Vorigem, Aesch. Suppl. 577. – Unregelmäßiger superl. πανόλβιστος, Orac. Sib., was nicht von ὀλβιστός abzuleiten.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait heureux;
Sp. πανόλβιστος.
Étymologie: πᾶν, ὄλβος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πανόλβιος, πανευτυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὄλβος «ευμάρεια, ευδαιμονία» (πρβλ. πολύ-ολβος)].
Russian (Dvoretsky)
πάνολβος: вполне счастливый Aesch.