σύνδενδρος

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδενδρος Medium diacritics: σύνδενδρος Low diacritics: σύνδενδρος Capitals: ΣΥΝΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: sýndendros Transliteration B: syndendros Transliteration C: syndendros Beta Code: su/ndendros

English (LSJ)

ον,

   A thickly-wooded, Dicaearch.1.8, Plb.12.4.2, Sch.Il.Oxy.1086.10; τόποι Arr.Tact.27.4; ὕλη Babr.43.1; ἔν τινι συνδένδρῳ in a thickly-wooded place, Plu. 2.310e.

German (Pape)

[Seite 1006] dicht mit Bäumen besetzt; waldig; νῆσος, Pol. 12, 4, 2; ὕλη, Babr. 43, 11; – τὸ σύνδενδρον, die Waldung, das Dickicht.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδενδρος: -ον, ὁ πυκνὰ δένδρα ἔχων, κατάφυτος ἐκ δένδρων, Πολύβ. 12. 4, 2, Δείναρχ. σελ. 12· ὕλη Βάβρ. 43· ἔν τινι συνδένδρῳ, δασώδει, πλήρει δένδρων πυκνῶν τόπῳ, Πλούτ. 2. 310Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rempli d’arbres, boisé ; τὸ σύνδενδρον le fourré.
Étymologie: σύν, δένδρον.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].

Greek Monolingual

-η, -ο / σύνδενδρος, -ον, ΝΑ
(για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν
τόπος κατάφυτος από δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].

Greek Monotonic

σύνδενδρος: -ον (δένδρον), κατάφυτος από πολλά δέντρα, αυτός που έχει πυκνά δέντρα, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

σύνδενδρος: 1) густо поросший деревьями (νῆσος Polyb.);
2) густой (ὕλη Babr.).