κάππαρις

From LSJ
Revision as of 06:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάππᾰρις Medium diacritics: κάππαρις Low diacritics: κάππαρις Capitals: ΚΑΠΠΑΡΙΣ
Transliteration A: kápparis Transliteration B: kapparis Transliteration C: kapparis Beta Code: ka/pparis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ,

   A caper-plant, Capparis spinosa, or its fruit, caper, Hp.Fist.10 (v.l. καπαρ-), Arist.Pr.924a1, Antiph.62, Timocl. 23, Alex.127.6, Thphr.HP6.5.2, PCair.Zen.488 (iii B.C.), LXXEc. 12.5, Dsc.2.173, etc.; ὁ Ζήνων ὤμνυε τὴν κ. Empedusap.Ath.9.370c.

German (Pape)

[Seite 1324] εως, ἡ, der Kapernstrauch u. seine Frucht, die Kapern; Hippocr. u. Theophr.; Ath. XIII, 567 e.

Greek (Liddell-Scott)

κάππαρις: -εως, ἡ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπός, Λατ. capparis, Ἱπποκρ. 890Ε, Ἀριστ. Προβλ. 20. 12, Ἀντιφάνης ἐν «Βομβυλίω» 3, κ. ἀλλ.· τὴν κάππαριν συνέλεγον αἱ πτωχαὶ γυναῖκες, Φρύνης ἐρασθεὶς ἡνικ’ ἔτι τὴν κάππαριν συνέλεγεν Τιμοκλ. ἐν «Νεαίρᾳ» 1· ἐντεῦθεν εν τῷ ὑποκορ. ἡ παροιμία, πρὸς καππάριον ζῇς, δυνάμενος πρὸς ἀνθίαν Ἀνων. Κωμικ. παρὰ Πλουτ. 668Α· - ἡ ῥίζα αὐτῆς ἐκαλεῖτο καππαρόριζον, Ὀρνεοσόφ. σ. 252.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
câprier, plante ; câpre.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais on ne sait pas à quelle langue.

Greek Monotonic

κάππᾰρις: -εως, ἡ, το φυτό κάππαρη ή ο καρπός της κάππαρης, Λατ. capparis, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κάππαρις: εως ἡ бот. каперсы (кустарник или плод его - Capparis spinosa) Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάππαρις -εως, ἡ Ion. gen. -ιος, kapper, kappertje (zowel de plant als de vrucht).