καταστύφελος
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A very hard or rugged, πέτρη, χῶρος, h.Merc. 124, Hes.Th.806.
German (Pape)
[Seite 1383] sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.
Greek (Liddell-Scott)
καταστύφελος: ῠ, ον, λίαν τραχὺς ἢ ἀπότομος πέτρη, χῶρος Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἡσ. Θ. 806· «κατάξηρος» καθ’ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 très dur, très rude;
2 très sec.
Étymologie: κατά, στυφελός.
Greek Monolingual
καταστύφελος, -ον (Α)
πολύ σκληρός, τραχύς, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στυφελός «τραχύς»].
Greek Monotonic
καταστύφελος: [ῠ], -ον, πολύ τραχύς ή απότομος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
καταστύφελος: (ῠ) весьма твердый, каменистый (πέτρη HH; χῶρος Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-στύφελος -ον zeer ruw, ruig.