κατέσσυτο
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
Greek (Liddell-Scott)
κατέσσῠτο: ἴδε κατασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 de κατασεύομαι.
English (Autenrieth)
see κατασεύομαι.
Greek Monotonic
κατέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του κατασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
κατέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к κατασεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέσσυτο indic. aor. 3 sing. van κατασεύομαι.