παρορμητικός

From LSJ
Revision as of 07:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρορμητικός Medium diacritics: παρορμητικός Low diacritics: παρορμητικός Capitals: ΠΑΡΟΡΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parormētikós Transliteration B: parormētikos Transliteration C: parormitikos Beta Code: parormhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A stimulative, Longin.14.3 ; πρὸς γάμον Plu.Lyc.15 ; π. ὀρέξεων, ἀφροδισίων, Xenocr. ap. Orib.2.58.146, Dsc.2.110 ; π. ῥήματα verbs denoting incitement, A.D.Synt.289.16.

German (Pape)

[Seite 527] ή, όν, antreibend, anspornend, πρός τι, Plut. Lycurg. 15, u. Sp., auch adv.

Greek (Liddell-Scott)

παρορμητικός: -ή, -όν, ὁ παρορμῶν, παρακινῶν, Λογγῖν. 14· πρός τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 15. - Ἐπίρρ. παρορμητικῶς, Προκ. Γάζ. Ι. 1880Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exciter, à stimuler ; qui excite à qch.
Étymologie: παρορμάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρορμητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενέργεια και στο αποτέλεσμα του παρορμώ, προτρεπτικός (α. παρορμητικά λόγια» β. «παρορμητικὸς ἀφροδισίων»)
νεοελλ.
αυτός που έχει συχνές ή έντονες εκδηλώσεις παρορμήσεων, αυτός που ρέπει ή ωθεί σε πράξεις αυθόρμητες, ενστικτώδεις, οι οποίες δεν έχουν υποβληθεί στον έλεγχο της συνείδησης
αρχ.
φρ. «παρορμητικά ῥήματα» — τα ρήματα που φανερώνουν προτροπή, παρακίνηση, όπως λ.χ. ὀτρύνω, ἐρεθίζω κ.ά.

Greek Monotonic

παρορμητικός: -ή, -όν (παρορμάω), προτρεπτικός, διεγερτικός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρορμητικός: побуждающий, поощряющий (πρός τι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρορμητικός -ή -όν [παρορμάω] aansporend.